- καταγραφέας
- ο (Μ καταγραφεύς) [καταγραφή]αυτός που καταγράφει κάτι, που κάνει καταγραφή (α. «ο καταγραφέας τής περιουσίας» β. «ὁ τῶν ἐθνικῶν καταγραφεύς», Ευδοκ.)νεοελλ.1. ο απογραφέας2. αυτογραφικό όργανο το οποίο κινείται αυτόματα και χαράσσει σημεία ή γραμμές ανάλογες προς την κίνηση ή την πίεση τού αντικειμένου που εξετάζεται.
Dictionary of Greek. 2013.