καταγραφέας

καταγραφέας
ο (Μ καταγραφεύς) [καταγραφή]
αυτός που καταγράφει κάτι, που κάνει καταγραφή (α. «ο καταγραφέας τής περιουσίας» β. «ὁ τῶν ἐθνικῶν καταγραφεύς», Ευδοκ.)
νεοελλ.
1. ο απογραφέας
2. αυτογραφικό όργανο το οποίο κινείται αυτόματα και χαράσσει σημεία ή γραμμές ανάλογες προς την κίνηση ή την πίεση τού αντικειμένου που εξετάζεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντιγραφέας — ο (ΜΑ ἀντιγραφεύς) νεοελλ. 1. πρόσωπο ή μηχάνημα που αντιγράφει κείμενα 2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί αντίγραφα έργων τέχνης 3.μτφ. λογοκλόπος μσν. χαρτοφύλακας αρχ. 1. καταγραφέας και ελεγκτής δημόσιων εσόδων 2. πρακτικογράφος 3.αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • καταλογέας — ο (Α καταλογεύς) [κατάλογος] νεοελλ. αυτός που καταγράφει σε κατάλογο, καταγραφέας, ο ταξινόμος αρχ. ο υπεύθυνος για την καταγραφή τών ονομάτων τών πολιτών σε κατάλογο για τη στρατιωτική τους θητεία ή άλλη δημόσια υπηρεσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”